όλπη

όλπη
ὄλπη και ὄλπις, -ιος και -ιδος, και δωρ. τ., ὄλπα, ἡ (Α)
1. δοχείο λαδιού, συνήθως από δέρμα, για χρήση από τους αθλητές στην παλαίστρα
2. η λήκυθος τών κυνικών φιλοσόφων
3. λαγήνι, κανάτι κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄλπη ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *selp- «λίπος, λάδι» και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. salba. και αγγλοσαξ. sealf. «αλοιφή». Στην απαθή βαθμίδα της ρίζας ανάγεται ο τ. ἔλπος «λάδι, λίπος», που συνδέεται με αρχ. ινδ. sarpis- «βούτυρο, λίπος». Εκείνο που πρέπει να παρατηρήσει κανείς είναι ότι στην Ελληνική οι τ. ἔλπος και ὄλπη έχουν ψιλή αντί της αναμενόμενης δασείας, ενώ ίχνη δασύτητας μπορούν να εντοπιστούν ίσως στον κυπριακό τ. ἔλφος «βούτυρο» (πιθ. < *ἕλπος με μετάθεση δασύτητας). Η σημασιολογική εξέλιξη επίσης από τη σημ. τού ἔλπος «λάδι, λίπος» στη σημ. τού ὄλπη «δοχείο λαδιού» είναι συνηθισμένη στην Ελληνική (πρβλ. τέγος «στέγη, σκεπή» και λατ. toga «κάλυμμα, τήβεννος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὄλπη — leathern oil flask fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὄλπις fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλπῃ — ὄλπη leathern oil flask fem dat sg (attic epic ionic) ὄλπηι , ὄλπις fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλπαι — ὄλπη leathern oil flask fem nom/voc pl ὄλπᾱͅ , ὄλπη leathern oil flask fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλπῶν — Ὄλπη fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλπῶν — ὄλπη leathern oil flask fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄλπαι — Ὄλπη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄλπαις — Ὄλπη fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλπαις — ὄλπη leathern oil flask fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλπην — ὄλπη leathern oil flask fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλπης — ὄλπη leathern oil flask fem gen sg (attic epic ionic) ὄλπις fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”